- μηχανιστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο μηχανισμό: Μηχανιστική αντίληψη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μηχανιστικός — ή, ό 1. αυτός που συντελείται μηχανικά, χωρίς τη μεσολάβηση κριτικής σκέψης 2. αυτός που εξηγεί και αναλύει τις κοινωνικές σχέσεις με όρους τής βιολογίας ή τής φυσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. ιστικός (πρβλ. αγγλ. mechanistic)] … Dictionary of Greek
αιτιότητα — Κατά γενική έννοια, ο όρος α. δηλώνει τη σχέση ανάμεσα σε δύο στοιχεία ή δύο έννοιες, η δεύτερη από τις οποίες (αποτέλεσμα) μπορεί δυνητικά να προβλεφθεί με αφετηρία την πρώτη (αιτία). Ως ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της φύσης, η αρχή της α.… … Dictionary of Greek
υλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα, που θεωρεί την ύλη ως την ουσία και την πρώτη αρχή των όντων και θέτει σε δεύτερη μοίρα ή και αρνείται το πνεύμα. Παίρνει τη μορφή του μηχανικού υ. εφόσον θεωρεί την ύλη ως ουσία που έχει μηχανικές μόνο ιδιότητες. Στην… … Dictionary of Greek